ραμνόζη

ραμνόζη
η, Ν
(βιοχ.) αλδόζη, συγγενική με τη μαννόζη, που απαντά σε πολλούς ετεροζίτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhamnose < rhamn- (< ῥάμνος) + κατάλ. -ose τής χημ. ορολογίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ραμνοζίτης — ο, Ν (βιοχ.) γενική ονομασία τών οζιδίων τής ραμνόζης, τα οποία απελευθερώνουν το σάκχαρο αυτό με υδρόλυση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhamnoside < rhamnose (βλ. ραμνόζη) + κατάλ. ide] …   Dictionary of Greek

  • ροβινίνη — η, Ν (βιοχ.) ετεροζίτης που λαμβάνεται από τη ροβινία και με υδρόλυση τής οποίας λαμβάνονται καμπφεράλη, ραμνόζη και γαλακτόζη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”